- κουφωτός
- -ή, -ό [κουφώνω]1. κοίλος και κενός στο εσωτερικό του, κούφιος2. (για παράθυρο) μισάνοιχτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουφωτός — ή, ό ο κοίλος εσωτερικά, που έχει κούφωμα: Άφησα τα παράθυρα κουφωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)